- ὑπολιπές
- ὑπολιπήςleft remainingmasc/fem voc sgὑπολιπήςleft remainingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπολιπής — ές, ΜΑ αυτός που μένει ως υπόλοιπο αρχ. 1. ελλιπής, ανεπαρκής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπολιπές έλλειμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λιπής (< λείπω), πρβλ. περι λιπής] … Dictionary of Greek